παρακολουθῶ
From LSJ
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρά + ἀκολουθῶ πού παράγεται ἀπό τό ἀκόλουθος → α ἀθροιστ. + κέλευθος (=δρόμος).
Παράγωγα: παρακολούθησις, παρακολούθημα, παρακολουθητέον, παρακολουθητικός.
Ἀπό τό παρά + ἀκολουθῶ πού παράγεται ἀπό τό ἀκόλουθος → α ἀθροιστ. + κέλευθος (=δρόμος).
Παράγωγα: παρακολούθησις, παρακολούθημα, παρακολουθητέον, παρακολουθητικός.