παρακολουθητικός
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
παρακολουθητική, παρακολουθητικόν,
A of or for following or understanding, δύναμις Arr.Epict.1.6.14, M.Ant.5.9: c. dat., Arr.Epict.1.6.17. Adv. παρακολουθητικῶς, εἰδότως καὶ π. consciously, M.Ant.6.42, cf. Ptol. Tetr.107.
2 παρακολουθητική, ἡ, contact, of orator with audience, Phld.Rh.1.52 S.
German (Pape)
[Seite 484] ή, όν, zum Folgen, Versteben gehörig; M. Ant. 5, 9; Epict. u. a. Sp. – Adv., καὶ εἰδότως, M. Ant. 6, 42.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à suivre un raisonnement, une démonstration, intelligent.
Étymologie: παρακολουθέω.
Greek (Liddell-Scott)
παρακολουθητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος ἢ ἱκανὸς ὅπως παρακολουθήσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 6, 14· μετὰ δοτ., αὐτόθι 1. 6, 17, Μ. Ἀντωνῖν 5. 9. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 6. 42.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρακολουθώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική
η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του.
επίρρ...
παρακολουθητικῶς Α
εν γνώσει («οἱ μὲν εἰδότως καὶ παρακολουθητικῶς, οἱ δὲ ἀνεπιστάτως», Μ. Αυρ.).