ἀποκιδαρόω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
take the κίδαρις off, τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.
Spanish (DGE)
descubrirse, destocarse τὴν κεφαλήν LXX Le.10.6, 21.10.
German (Pape)
[Seite 306] das Haupt von der κίδαρις entblößen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῐδᾰρόω: ἀφαιρῶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὴν κίδαριν, ὡς θὰ ἐλέγομεν ἐν τῇ ἁπλῇ «ξεκιδαρώνω» κατὰ τὸ «ξεσκουφώνω», τὴν κεφαλὴν ὑμῶν οὐκ ἀποκιδαρώσετε Ἑβδ. (Λευ. ι΄, 6).