θεόπληκτος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, stricken of God, Hsch. (in Dor. form -πλακτος).
Greek (Liddell-Scott)
θεόπληκτος: -ον, ὑπὸ τοῦ θεοῦ πληχθείς, κτυπηθείς, θεοβλαβής, Ἠσύχ. ἐν τῷ Δωρ. τύπω -πλακτος.
Spanish
Greek Monolingual
θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, -ον (Α)
ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορίπληκτος, φαντασιόπληκτος].
Léxico de magia
-ον tocado por la divinidad ref. al mago ὄψῃ γὰρ ἀστέρα σοι ἀγόμενον ἐξ ἀνάγκης, ... εἰσπεπηδηκότα εἰς σὲ αὐτόν, ὡς θεόπληκτον γενέσθαι verás atraída hacia ti por la necesidad una estrella, saltando hacia ti, para que quedes tocado por la divinidad P LVII 25