ἀστροθέτης
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ου, ὁ, one who classes the stars, Orph.H.64.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que determina la posición de las estrellas, astrónomo Orph.H.64.2, en mág. ref. a un demon PHarris 55.18 (II d.C.), cf. Ps.Callisth.1.4Γ (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, Sternsteller, -ordner, Orph. H. 64, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθέτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς ἀστέρας κατατάσσων εἰς ἀστερισμοὺς καὶ δίδων ἀνάλογα ὀνόματα εἰς αὐτούς, Ὀρφ. Ὕμν. 64. 2.
Greek Monolingual
ἀστροθέτης, ο (Α)
αυτός που κατατάσσει τα άστρα σε αστερισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -θέτης < τίθημι.
Léxico de magia
ὁ ordenador de las estrellas de la divinidad suprema καὶ πάλιν λέγε τὸν λόγον· «ἀστροθετῶν θεέ ...» y de nuevo di la fórmula: «dios ordenador de las estrellas, ...» P XII 175 ἐπικαλοῦμαί σε ... ἅγιε, ἅγιε, ἀπέρατε, ἀπέρατε, ἀστροθέτα te invoco a ti, sagrado, sagrado, ilimitado, ilimitado, ordenador de las estrellas P LXXVII 18