Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
adj.
P. and V. καθαρός, ἁγνός (rare P.), ὅσιος, εὐαγής (rare P.), ἀκήρατος (rare P.), ἀκέραιος, V. ἀκραιφνής, ἄθικτος, P. ἀναμάρτητος; see guiltless, pious.