Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
adj.
Hard, stiff: P. and V. σκληρός, στερεός, Ar. and V. στερρός, V. στυφλός, περισκελής.
Self-willed: P. and V. αὐθάδης.
Of diseases, etc.; P. ἰσχυρός.
Stubbornly contested, of a battle: P. καρτερός, ἰσχυρός.