νυκτερείσιος

Revision as of 21:39, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")

English (LSJ)

ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].