σιδηραγωγός

From LSJ
Revision as of 07:16, 24 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρᾰγωγός Medium diacritics: σιδηραγωγός Low diacritics: σιδηραγωγός Capitals: ΣΙΔΗΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: sidēragōgós Transliteration B: sidēragōgos Transliteration C: sidiragogos Beta Code: sidhragwgo/s

English (LSJ)

όν, attracting iron, of the magnet, S.E.M.1.226.

German (Pape)

[Seite 879] das Eisen führend, anziehend, μάγνης, S. Emp. adv. gramm. 226.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρᾰγωγός: притягивающий железо (μάγνης Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηραγωγός: -όν, ὁ τὸν σίδηρον ἕλκων, μάγνης σ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 226.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθαγωγός].