Θεσπιεύς
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
de Thespies : οἱ Θεσπιεῖς les Thespiens.
Étymologie: Θεσπιαί.
Russian (Dvoretsky)
Θεσπιεύς: εως adj. m теспийский Her.
έως ὁ уроженец или житель Теспии Her., Thuc., Xen., Diod.