великолепие
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
Russian > Greek
ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, αἴγλη, ἀρετή, διαπρεπές, διαυγασμός, λαμπρόν, λαμπρότης, μεγαλεῖον, μεγαλοεργία, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλουργία, μεγαλοψυχία, περιαυγασμός, προστασία, σχῆμα, σχηματισμός, τὸ λαμπρόν