νοσσιά
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
later for νεοσσιά.
English (Strong)
from νεοσσός; a brood (of chickens): brood.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νοσσιά, Α ιων. τ. νοσσιή, Μ και νοσσία)
βλ. νεοσσιά.
Chinese
原文音譯:nossi£ 挪西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:年輕 相當於: (קֵן)
字義溯源:孵雛,巢,築巢,小雞;源自(νεοσσός / νοσσός)=幼雛);而 (νεοσσός / νοσσός)出自(νέος)*=新)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 小雞(1) 路13:34