ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
κέμφος ή κέμπος, ὁ (Α)(εσφ. γρφ. αντί κέπφος) μικρό θαλάσσιο πτηνό.
ὁ, = κέπφος.