ἀπολλύω
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
v. ἀπόλλυμι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo tema de pres. act.]
I c. ac. de pers.
1 matar πρὸ μοίρας τοὺς ζῶντας Isoc.11.8.
2 echar a perder, perder αὑτόν And.Myst.114, τριακοσίους Ἀθηναίων And.Myst.58, τὸν πατέρα μου And.Myst.41.
II c. ac. de cosa perder ἑτέραν ναῦν Th.4.25, ref. al dinero τὰ σφέτερ' αὑτῶν Isoc.21.12
•malgastar τὰ μὴ προσήκοντα D.9.31.
III abs. causar destrucción τὸ ... ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν todo lo que causa destrucción y corrupción Pl.R.608e.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. ἀπόλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολλύω: Thuc., Arst. = ἀπόλλυμι.
German (Pape)
= ἀπόλλυμι.