νοοπλήξ
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, = νοόπληκτος (palsying the mind), ἀτασθαλίαι Tryph. 275.
Greek (Liddell-Scott)
νοοπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Τρυφιόδ. 275.
Greek Monolingual
νοοπλήξ, -ῆγος, ὁ και ἡ (Α)
νοόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, -ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο-πλήξ, λινο-πλήξ].
German (Pape)
ῆγος, = νοόπληκτος, ἀτασθαλίαι, Tryphiod. 275.