λωμάτιον

From LSJ
Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).

German (Pape)

τό, dim. zu λῶμα, Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die Kleider selbst zu sein scheinen.