ἀνοίκισις
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
εως, ἡ, shifting people upward and inland, App. Pun.84.
Spanish (DGE)
(ἀνοίκῐσις) -εως, ἡ emigración hacia el interior App.Pun.84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίκισις: -εως, ἡ, τὸ μετοικίζειν εἰς τὰ μεσογαιότερα, περὶ δὲ τῆς ἀνοικίσεως ... ἔστι καὶ τόδε ἀμήχανον Ἀππ. Καρχ. 84.
German (Pape)
ἡ, das Wegziehen, Verlegen des Wohnsitzes weiter ins Land hinein, App. Pun. 84.