κοσμάριον
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό, = κοσμαρίδιον (small ornament, small decoration), Ath. 11.474e, Hsch. s.v. καλαμίς, al.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Ἀθήν. 474Ε, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσμάριον, τὸ (Α)
μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στόλισμα, στολίδι» + υποκορ. κατάλ. -άριον].