καταξυσμή
From LSJ
Full diacritics: καταξυσμή | Medium diacritics: καταξυσμή | Low diacritics: καταξυσμή | Capitals: ΚΑΤΑΞΥΣΜΗ |
Transliteration A: kataxysmḗ | Transliteration B: kataxysmē | Transliteration C: kataksysmi | Beta Code: katacusmh/ |
ἡ, gloss on δρυφή, Hsch.
καταξυσμή: ἡ, κατάξυσις, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «δρυφή, ἀμυχή».
καταξυσμή, ἡ (Α) καταξύω
κατάξυσις.
ἡ, das Zerritzen, Zerkratzen, bei Hesych. Erkl. von δρυφή.