ἀποδιωθέω
From LSJ
English (LSJ)
thrust away, Hices. ap. Ath.3.87d, cf. Hp.Mul.2.201, Aspasiaap.Aët.16.72:—Med., Ar.Byz.Epit.10.9.
Spanish (DGE)
1 empujar la matriz, Hp.Mul.2.201, τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Hices. en Ath.87d, cf. Aspasia en Aët.16.72.
2 en v. med. echar fuera αἱ μέλισσαι τοὺς τῷ μύρῳ χρωμένους καὶ εἰσίοντας τύπτουσαι ἀποδιωθοῦνται Ar.Byz.Epit.10.9
•fig. apartar de sí τὴν ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.7.16.103, ἁγνείαν Meth.Symp.9.4 (p.119.8).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιωθέω: μέλλ. -διώσω, ἀπωθῶ διά τινος, «τοῖς δὲ ἀσθενῆ τὸν στόμαχον ἔχουσι καὶ μὴ ῥᾳδίως ἀποδιωθοῦσι τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας χρήσιμοι» Ἱκέσιος παρ’ Ἀθ. 87, πρβλ. Ἱππ. 669.
German (Pape)
fortstoßen, Ath. III.87d.