εὐγέωργος
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
English (LSJ)
ον, = εὐγεώργητος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).
German (Pape)
gut zu bebauen, Sp.