ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
att. c. πεσσευτής.
ὁ, Αβλ. πεσσευτής.
πεττευτής -οῦ, ὁ, Ion. πεσσευτής [πεττεύω] pettos-speler.
ὁ, att. statt πεσσευτής.