κορυδαλλός

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, = κορυδός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
alouette huppée, oiseau.
Étymologie: DELG κόρυς.

Greek Monolingual

και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].

German (Pape)

ὁ, die Haubenlerche, = κορυδός, Theocr. 10.50, nach Thom.Mag. attisch. Auch κορύδᾱλος geschr., Arist. H.A. 9.25.