νουσομελής

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσομελής Medium diacritics: νουσομελής Low diacritics: νουσομελής Capitals: ΝΟΥΣΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: nousomelḗs Transliteration B: nousomelēs Transliteration C: nousomelis Beta Code: nousomelh/s

English (LSJ)

ές, with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].

German (Pape)

ές, mit kranken Gliedern, βροτοί, Maneth. 4.476.