νεφόβλητος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
νεφόβλητος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό-βλητος].