μανιοποιός

From LSJ
Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιοποιός Medium diacritics: μανιοποιός Low diacritics: μανιοποιός Capitals: ΜΑΝΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: maniopoiós Transliteration B: maniopoios Transliteration C: maniopoios Beta Code: maniopoio/s

English (LSJ)

όν, maddening, Polyaen.8.43, Sch.Il.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιοποιός: -όν, ὁ προξενῶν μανίαν, Πολύαιν. 8. 43, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 132· - ἐντεῦθεν, μανιοποιέω ἐν Vol. Hercul. Ox. 1. σ. 67.

Greek Monolingual

μανιοποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + -ποιός].

German (Pape)

rasend machend; Schol. Il. 6.132; Polyaen. 8.43.