διοριστικός

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοριστικός Medium diacritics: διοριστικός Low diacritics: διοριστικός Capitals: ΔΙΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dioristikós Transliteration B: dioristikos Transliteration C: dioristikos Beta Code: dioristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of distinguishing, S.E.M.10.128: -ιστική (sc. τέχνη), ἡ, Syrian.in Metaph.56.3. 2 limiting, Iamb.in Nic.pp.88,89 P.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que separa, que divide, ἐνέργεια Iren.Lugd.Haer.1.3.5.
2 que separa, que marca una separación τὸ (διάστημα) διοριστικὸν τῶν ἡμιπηχυαίων S.E.M.10.128, ἄρθρον διοριστικὸν δεκάδων καὶ ἑκατοντάδων Iambl.in Nic.88
subst. ἡ δ. la delimitación, la capacidad de delimitar κατὰ τὸν Ὠκεανόν Dam.in Phd.241.
II que distingue γνῶσις Syrian.in Metaph.56.3
que hace distinciones, que precisa διοριστικώτερον αὐτὸν εἰσάγει λέγοντα ... Sch.D.22.26b.

Greek (Liddell-Scott)

διοριστικός: -ή, -όν, διακριτικός, διάκρισιν παρέχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 128.

Russian (Dvoretsky)

διοριστικός:
1) разграничивающий, размежевывающий (τῶν διαστημάτων Sext.);
2) разграничивающий, различающий (τοῦ τε ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψευδοῦς Sext.).

German (Pape)

ή, όν, abgrenzend, unterscheidend, τοῦ τε ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψευδοῦς Sext.Emp. adv. math. 7.64.