εὐφάνταστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A imaginative, Phlp.in de An.155.30, Platon.Diff.Com.15. II easily imagined, Procl. in Prm.p.518S.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα
αρχ.
1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός
2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντάζομαι].
German (Pape)
leicht durch die Einbildungskraft vorzustellen, Sp.