μαρμαρυγώδης

From LSJ
Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῠγώδης Medium diacritics: μαρμαρυγώδης Low diacritics: μαρμαρυγώδης Capitals: ΜΑΡΜΑΡΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: marmarygṓdēs Transliteration B: marmarygōdēs Transliteration C: marmarygodis Beta Code: marmarugw/dhs

English (LSJ)

ες, 'seeing sparks', ὄμματα Hp. Acut.42; μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν Id.Prorrh.2.35.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρῠγώδης: -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.

Greek Monolingual

μαρμαρυγώδης, -ῶδες (Α) μαρμαρυγή
αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).

German (Pape)

ες, flimmernd, funkelnd, ὄμματα, Hippocr.