ἀκλυδώνιστος

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλῠδώνιστος Medium diacritics: ἀκλυδώνιστος Low diacritics: ακλυδώνιστος Capitals: ΑΚΛΥΔΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aklydṓnistos Transliteration B: aklydōnistos Transliteration C: aklydonistos Beta Code: a)kludw/nistos

English (LSJ)

ον, not lashed by waves; generally, sheltered from, λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no batido por el temporal c. gen. λιμὴν ἀ. τῶν πνευμάτων Plb.10.10.4.
2 fig. pacífico, sin pasiones ζωή Gr.Nyss.Pss.58.26.
II adv. -ως sin ser zarandeado por las olas Isid.Pel.Ep.M.78.245B.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλῠδώνιστος: не колеблемый: ἀ. τῶν πνευμάτων Polyb. защищенный от ветров.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλῠδώνιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τῶν κυμάτων κλυδωνιζόμενος: κυρίως, προφυλαττόμενος ἀπὸ τῆς τρικυμίας, λιμὴν ἀκλ. τῶν πνευμάτων, Πολύβ. 10. 10, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκλυδώνιστος, -ον) κλυδωνίζομαι
αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα
αρχ.
προφυλαγμένος από την τρικυμία.

German (Pape)

λιμὴν τῶν ἄλλων πνευμάτων, von andern Winden nicht beunruhigter, aufwogender Hafen, Pol. 10.10.4.