φιλοψυχητέον
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
one must love life, Pl. Grg.512e, = M.Ant.7.46.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψῡχητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ φιλοψυχεῖν, Πλάτ. Γοργ. σ. 512Ε.
Greek Monotonic
φῐλοψῡχητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αγαπά την ζωή, σε Πλάτ.