λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἐνστροβιλίζω: συστρέφω, Σουΐδ., Ἡσύχ.
retorcer Hsch.
VLL, die es συντρίψαι erkl.