τριακοντάπους

From LSJ
Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντᾰπους Medium diacritics: τριακοντάπους Low diacritics: τριακοντάπους Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: triakontápous Transliteration B: triakontapous Transliteration C: triakontapous Beta Code: triakonta/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, of thirty feet, βάθος D.H.9.68.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψοςβάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.

Greek Monolingual

και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].

German (Pape)

[ᾱκ], οδος, dreißig Fuß lang, hoch, breit, tief, Sp.