μακροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροδάκτῠλος Medium diacritics: μακροδάκτυλος Low diacritics: μακροδάκτυλος Capitals: ΜΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: makrodáktylos Transliteration B: makrodaktylos Transliteration C: makrodaktylos Beta Code: makroda/ktulos

English (LSJ)

ον, long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.

Russian (Dvoretsky)

μακροδάκτῠλος: с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.

German (Pape)

langfingerig, Arist. part. an. 4.10, 12.