διαβεβαιωτικῶς
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Russian (Dvoretsky)
διαβεβαιωτικῶς: утвердительно Sext.
Spanish
German (Pape)
bestätigend, Sext.Emp. Pyrrh. 1.208, öfter.