συγγογγυλίζω
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
German (Pape)
[Seite 962] rund zusammendrehen, ξυγγογγυλίσας καὶ συστρέψας, Ar. Th. 61, wie Lys. 975.
Russian (Dvoretsky)
συγγογγῠλίζω:
1 кружить (τοὺς θωμούς Arph.);
2 делать совершенно круглым, закруглять (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
συγγογγῠλίζω: στρέφω ὁλόγυρα, ἴδε ἐν λ. γογγύλλω.
Greek Monolingual
Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].