ὑπόστατος
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
German (Pape)
[Seite 1233] adj. verb. von ὑφίστημι, ὑφίσταμαι, untergestellt, τὸ ὑπόστατον, das Untergestell, der Untersatz, = ὑποστάτης, Paus. 10, 26, 2; – erträglich, ἄλγος οὐχ ὑπόστατον Eur. Suppl. 737.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑποστατός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστατος: и ὑποστᾰτός 3
1 выносимый, (пре)одолимый: οὐχ ὑ. Eur. неодолимый;
2 существующий, реальный (σώματα Sext.).