ᾠδικῶς
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
French (Bailly abrégé)
adv.
en musique, en cadence.
Étymologie: ᾠδικός.
Russian (Dvoretsky)
ᾠδικῶς:
1 в форме песни (Arph. - v. l. ὡδί πως);
2 с певческим искусством (ᾠδικώτερον ἄλλου δόξαι Luc.).