βηχικός

From LSJ
Revision as of 08:18, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βηχικός Medium diacritics: βηχικός Low diacritics: βηχικός Capitals: ΒΗΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bēchikós Transliteration B: bēchikos Transliteration C: vichikos Beta Code: bhxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A suffering from cough, γραίη f.l. in Hp.Epid.7.105. 2 good for a cough, φάρμακα Gal.11.769, al., cf. Alex.Trall.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): βηκικός Diog.Oen.145.2
1 lenitivo para la tos φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.
2 relativo a la tos dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.
acompañado de tos φθίσεις Ptol.Tetr.2.9.16
subst. ὁ β. el que sufre de tos ἄλλη ἀνώδυνος ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ γλῶσσα αὐτοῦ (sc. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται Cyran.3.1.52.

German (Pape)

[Seite 443] mit Husten behaftet, Hippocr.; gegen den Husten, φάρμακα Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βηχικός: -ή, -όν, ὑπὸ βηχὸς πάσχων, Ἱππ. 1236. 4· β. φάρμακα, φάρμακα κατὰ τοῦ βηχός, Ἰατρ.

Greek Monolingual

βηχικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος υποφέρει από βήχα
2. κατάλληλος για ανακούφιση από τον βήχα.