interno
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Spanish > Greek
ἔμφυλος, ἐμφύλιος, εἴσω, ἐντός, ἐνδιάθετος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐγκατόεις, ἐνδάπιος, ἐντόπιος, ἔμφυτος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός