ἀμφαδός

From LSJ
Revision as of 19:20, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Spanish (DGE)

(ἀμφᾰδός) -ή, -όν
1 público, abierto, notorio ἔργα Od.19.391, A.R.3.615, ἱστός Nonn.D.34.268
subst. τὸ ἀμφαδόν Aret.SA 2.12.2.
2 neutr. como adv. ἀμφαδόν = públicamente, op. λάθρῃ Il.7.243, op. κρυφηδόν Od.14.330, op. δόλῳ Od.1.296, 11.120, ἀγορεύειν ἀμφαδόν Il.9.370, ἀμφαδόν πέπραγα Io Trag.41b
tb. ἀμφαδά AP 16.296.

Greek Monotonic

ἀμφαδός: -ή,-όν (ἀναφαίνω), γνωστός, αυτός που έχει ανακαλυφθεί, σε Ομήρ. Οδ.