ἀμφαδός
From LSJ
Spanish (DGE)
(ἀμφᾰδός) -ή, -όν
1 público, abierto, notorio ἔργα Od.19.391, A.R.3.615, ἱστός Nonn.D.34.268
•subst. τὸ ἀμφαδόν Aret.SA 2.12.2.
2 neutr. como adv. ἀμφαδόν = públicamente, op. λάθρῃ Il.7.243, op. κρυφηδόν Od.14.330, op. δόλῳ Od.1.296, 11.120, ἀγορεύειν ἀμφαδόν Il.9.370, ἀμφαδόν πέπραγα Io Trag.41b
•tb. ἀμφαδά AP 16.296.
Greek Monotonic
ἀμφαδός: -ή,-όν (ἀναφαίνω), γνωστός, αυτός που έχει ανακαλυφθεί, σε Ομήρ. Οδ.