κράγος
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
Greek Monolingual
κράγος, ὁ, ἡ (Α)
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που κατά τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. κραγόν του κραγός με αναβιβασμό του τόνου].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράγος -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw, kreet:. κραγὸν κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487.
German (Pape)
adj. vgl. Schol. Ar. Eq. 485 und die alten Gramm., wie Arcad. 47.4; laut schreiend.