ἀλοῶ

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Spanish (DGE)

v. ἀλοάω.

Mantoulidis Etymological

(ἁλωνίζω, ραβδίζω). Ἀπό τό ἀλωή, δωρ. ἀλωά καί ἀττ. ἅλως (=ἁλώνι) πού παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα αλ- τοῦ ἀλέω (=ἀλέθω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλόησις (=ἁλώνισμα), ἀλοητέος, ἀλοητής (=ἁλωνιστής), ὁ ἀλοητός (=ἁλώνισμα), ἀλοιάω (ἐπικ. τοῦ ἀλοάω), ἀλοίησις, ἀλοιητήρ, ἐπαλώστης (=αὐτός πού ὁδηγεῖ τά βόδια κατά τό ἁλώνισμα), πατραλοίας μητραλοίας (=αὐτός πού δέρνει ἤ σκοτώνει τόν πατέρα τή μητέρα του).