ἀδολεσχῶ
From LSJ
Mantoulidis Etymological
(=φλυαρῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀδολέσχης (=φλύαρος), (ἄδην =πολύ + λέσχη τοῦ λέγω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδολέσχημα, ἀδολεσχία, ἀδολεσχητέον, ἀδολεσχικός.
(=φλυαρῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀδολέσχης (=φλύαρος), (ἄδην =πολύ + λέσχη τοῦ λέγω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδολέσχημα, ἀδολεσχία, ἀδολεσχητέον, ἀδολεσχικός.