ἀριγνώς
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ωτος, ὁ, ἡ, = ἀρίγνωτος (easy to be known, infamous), in nom. pl. ἀριγνῶτες, Pi.N.5.12.
Spanish (DGE)
-ῶτος
• Prosodia: [ᾰ-]
muy famoso Ἐνδαΐδος ἀριγνῶτες υἱοί Pi.N.5.12, cf. dud. Sapph.96.4 (v. Ἀριγνώτη, ἀρίγνωτος).
German (Pape)
[Seite 350] ῶτος, sehr bekannt, berühmt, Pind. N. 5, 12 υἱοί.
Russian (Dvoretsky)
ἀρῐγνώς: ῶτος adj. Pind. = ἀρίγνωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριγνώς: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ διακεκριμένος, ἐπιφανής, Ἐνδαΐδος ἀρίγνωτες υἱοὶ Πινδ. Ν. 5. 21˙ πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 181.
English (Slater)
ᾰριγνώς famous Ἐνδαίδος ἀριγνῶτες υἱοί (ἀρίγνωτες codd.: v. Wackernagel, Kl. Schr. 1131) (N. 5.12)