ἀρίγνωτος
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
η, ον, Od.6.108, Aeol. α, ον Sapph.Supp.25.4, also ος, ον Il.15.490:—
A easy to be known, ἀρίγνωτοι δὲ θεοί περ 13.72, cf. 15.490, Sapph. l.c.; δώματα Od.6.300; ῥεῖά τ' ἀριγνώτη πέλεται ib.108.
2 ill bad sense, infamous, ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα 17.375.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἀριγνωτα Sapph.96.4 (pero v. ἀριγνώς, Ἀριγνώτη)
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [-ος, -ον Il.15.490, Anacr.72.2]
1 fácil de reconocer ref. a dioses, héroes o símbolos de los mismos θεοί Il.13.72, Διὸς ... ἀλκή Il.15.490, de Leto Od.6.108, de los palacios de Alcínoo Od.6.300, del águila de Zeus B.5.29, del rayo de Zeus σᾶμ' ἀρίγνωτον B.17.57, πέδιλον de la única sandalia de Jasón, Pi.P.4.95.
2 famoso, ilustre θεῶν εὐναί B.9.64, δόξα B.10.37, κούρη ... Πασιφάης A.R.3.1075, λέκτρα Musae.283, de héroes épicos, Q.S.2.229, 6.618
•en sent. irón. demasiado, sobradamente conocido ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα Od.17.375, ἀκούω τὴν ἀρίγνωτον γυναῖκα Anacr.l.c.
German (Pape)
[Seite 350] fem. ἀριγνώτη Od. 6, 108, ἀρίγνωτος ἀλκή Iliad. 15, 490; leicht kenntlich, Iliad. 13, 72, mit dem Zusatze ῥεῖα Od. 4, 207. 6, 108. 300. 17, 265 Iliad. 15, 490; in höhnendem Sinne Od. 17, 375 ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 reconnaissable;
2 célèbre ; ironiq. trop connu.
Étymologie: ἀρι-, γιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίγνωτος: и
1 легко узнаваемый, заметный, ясный, очевидный Hom.;
2 хорошо известный Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίγνωτος: [ᾰ], -η, -ον, Ὀδ. Ζ. 108, ὡσαύτως, ος, ον, Ἰλ. Ο. 490: εὐδιάγνωστος, ἀρίγνωτοι δὲ θεοί περ Ἰλ. Ν. 72, πρβλ. Ο. 490˙ δώματα Ὀδ. Ζ. 300˙ ῥεῖά τ’ ἀρίγνωτη πέλεται αὐτόθι 108. 2) λίαν γνωστός, πεφημισμένος, Ὅμ.: ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = τῷ Λατ. nimium notus, ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα, «τουτέστιν ὦ ἄγαν γνώριμε ἐπὶ ἀχρείᾳ τέχνη» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 375 (ἔνθα πρέπει νὰ προφέρηται ὦ ’ρίγνωτε)˙ «Ἀττικὴ δὲ συναλοιφὴ τὸ ὦ ’ρίγνωτε, ὁμοίᾳ τῷ ὦ ’γαθέ», Εὐστ.
English (Autenrieth)
(γιγνώσκω): recognizable; ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος, ‘right easy to recognize,’ Od. 4.207, etc.; ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα, thou ‘unmistakable,’ Od. 17.375.
English (Slater)
ἀρίγνωτος easily known, plain to see ἀρίγνωτον πέδιλον (P. 4.95)
Greek Monolingual
ἀρίγνωτος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται, που γνωρίζεται εύκολα
2. πασίγνωστος, ξακουστός
3. (με κακή σημασία) διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + γνωτός < γιγνώσκω «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
ἀρίγνωτος: [ᾰ], -ον ή -η, -ον, αυτός που εύκολα γίνεται γνωστός, ευδιάγνωστος, σε Όμηρ.· διακεκριμένος, επιφανής, στον ίδ.· και με αρνητική σημασία, άτιμος, αισχρός, Λατ. nimium notus, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
easy to be known, Hom.: well-known, far-famed, Hom.; and in bad sense, infamous, Lat. nimium notus, Od.
Translations
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd