βαρυάλγητος
English (LSJ)
ον, very grievous, neut. pl., -άλγητα καγχάζειν S.Aj.199 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βᾰρῠάλγητος) -ον
muy doloroso subst. καγχάζειν βαρυάλγητα proferir burlas muy doloro-sas S.Ai.199.
German (Pape)
[Seite 433] = vorigem 2), Soph. Ai. 198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause une vive souffrance.
Étymologie: βαρύς, ἀλγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυάλγητος -ον βαρύς, ἀλγέω zwaar kwetsend.
Russian (Dvoretsky)
βαρυάλγητος: причиняющий боль: βαρυάλγητα καχάζειν Soph. жестоко издеваться.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυάλγητος: -ον, λίαν ὀδυνηρός, προξενῶν βαρεῖς πόνους, Σοφ. Αἴ. 199.
Greek Monolingual
βαρυάλγητος, -ον (Α)
επώδυνος, οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αλγώ «πονάω»].