German (Pape)
[Seite 575] beinahe der letzte, Her. 1, 86. 5, 101 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
extrême ; τὰ περιέσχατα les extrémités tout autour.
Étymologie: περί, ἔσχατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιέσχατος -ον [περί, ἔσχατος] uiterst; subst. τὰ περιέσχατα buitenrand. Hdt. 1.86.5.