περιέσχατος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

German (Pape)

[Seite 575] beinahe der letzte, Her. 1, 86. 5, 101 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
extrême ; τὰ περιέσχατα les extrémités tout autour.
Étymologie: περί, ἔσχατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιέσχατος -ον [περί, ἔσχατος] uiterst; subst. τὰ περιέσχατα buitenrand. Hdt. 1.86.5.